μεσομορφία

μεσομορφία
η βιολ.
τύπος βιοτυπολογικής ταξινόμησης τής ανθρώπινης φυσικής κατάστασης, που χαρακτηρίζεται από έντονη ανάπτυξη τών ιστών οι οποίοι προέρχονται από το μεσόδερμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσομορφικός — ή, ό βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεσομορφία ή αυτός που εμφανίζει μεσομορφία …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”